- παρεκδέχομαι
- Αεκλαμβάνω ή αντιλαμβάνομαι κάτι λανθασμένα, παρανοώ, παρερμηνεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκδέχομαι «δέχομαι, εκλαμβάνω, ερμηνεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
παρεκδοχή — ἡ, Α [παρεκδέχομαι] διαφορετική εκδοχή, διαφορετική ερμηνεία ή εσφαλμένη αντίληψη … Dictionary of Greek